- καυτήρ
- καυτήρ1 that burns
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καυτήρ — burner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρα — καυτήρ burner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρες — καυτήρ burner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρι — καυτήρ burner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρος — καυτήρ burner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσι — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσιν — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτήρων — καυτήρ burner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… … Dictionary of Greek